- ἄραβος
- ἄραβος: chattering of teeth (through fear), Il. 10.375†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
άραβος — ἄραβος, ο (Α) 1. το τρίξιμο των δοντιών 2. κρότος, χτύπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. (πρβλ. άραδος) με επίθημα βος, η οποία ανήκει στη σημασιολογική ομάδα των λέξεων που δηλώνουν θόρυβο. Πρόκειται για εκφραστικές λέξεις, των οποίων η ετυμολογία … Dictionary of Greek
Ἄραβος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄραβος — gnashing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀράβων — Ἄραβος fem gen pl Ἄραβος masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄραβον — Ἄραβος masc acc sg Ἄραβος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀράβοιο — Ἄραβος masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀράβοιο — ἄραβος gnashing masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀράβοις — Ἄραβος masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀράβοις — ἄραβος gnashing masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀράβου — Ἄραβος masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀράβου — ἄραβος gnashing masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)